Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ ἐνάγων

См. также в других словарях:

  • ενάγων — ουσα, ον βλ. ενάγω …   Dictionary of Greek

  • ἐναγῶν — ἐναγής under a curse masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάγων — ἐνάγω lead in pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχειροτονία — Προδικαστική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα. Με την απόφαση αυτή γινόταν δεκτή η παραπομπή ενός πολίτη, κατηγορούμενου για αδίκημα κατά της πολιτείας, σε τακτικό δικαστήριο (Ηλιαίας ή Βουλής). Αδικήματα όπως ανατροπή του… …   Dictionary of Greek

  • въводити — ВЪВО|ДИТИ (242), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Вводить, приводить внутрь чего л.: скотѩ въводѩ въ цр҃квь. аще клирикъ ѥсть да отъвьрженъ боудеть. (εἰσάγων) КЕ XII, 66а; и невол˫ащоу ѥмоу. иѡсифа ѡбьщьника. и въ цр҃къвь въводить ѥмоу же и бывъшоу. ЖФСт XII, 87… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подвигати — ПОДВИ|ГАТИ1 (9*), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. 1.Выступать, ополчаться на когол. Перен.: Како прочеѥ подвижете на мѧ ѡстраще||наго. и ˫азыки нудите. и буѥсловите. (κινεῖσϑε) ФСт XIV/XV, 54б–в. 2. Побуждать, склонять к чемул., к совершению чегол.: видѣньѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] …   Dictionary of Greek

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»