-
1 εναγών
-
2 ἐναγῶν
-
3 ενάγων
-
4 ἐνάγων
-
5 ενάγων
ο, ενάγούσα η юр. ист|ец, -ица -
6 ενάγων
plaignant -
7 ενάγων
powód (m) rzecz. -
8 ενάγων
žalobce -
9 ενάγων
plaintiffΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ενάγων
-
10 ἐναγωνίζομαι
II ἐναγωνίσασθαι εὐμενῆ τοῖς Ἕλλησιν favourable for them to fight in, Th.2.74;πεδιὰς ἱππεῦσιν ἐ. ἐπιτή δειος Jul. Or.2.63d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγωνίζομαι
-
11 ἐναγώνιος
ἐνᾰγών-ιος, ον,A of or for a contest, contending in the games, παῖς Pi.N.6.13; freq. in later Prose, αἱ νῖκαι αἱ ἐ. Arist. VV 1250b37;ἐ. κόσμος Duris70J.
;ὄρχησις D.H.7.72
, Luc.Salt.32.2 ἐ. θεοί gods who presided over the games, esp. Hermes, Pi.P.2.10, Simon.18.1, A.Fr. 384, cf. Ar.Pl. 1161, IG2.1181; Ἀφροδίτη ib.3.189.II of, in or for battle, πυκνώσεις ἐ. closing of the ranks in battle, Plb.18.29.2;παρακελευσμός Id.10.12.5
;ἐνέργεια D.S.20.95
;σχῆμα D.H.6.13
;ἀρετή Onos.1.13
(v.l.).III Rhet., suited for forensic oratory or debate, λόγος, πνεῦμα, λέξις, D.H.Is.20, Th.23, Dem.18, cf. Demetr.Eloc. 193; vehement,κίνησις D.S.18.67
;πάθος Longin.22.1
.2 of style, energetic, vivid, opp. διηγηματικός (as epith. of Il. compared with the Od.), Id.9.13, cf.Arg.Od. Adv.- ίως incisively, vehemently, Plu.2.771a, Longin.18.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγώνιος
-
12 ἐναγώνισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγώνισις
-
13 ἔλασις
ἔλασις, ἡ, das Antreiben; der Pferde, Xen. Equ. 3, 12; Vertreiben, τῶν ἐναγῶν, Verbannung, Thuc. 1, 139; βοσκημάτων Plut. Rom. 4. Gew. wie ἐλαύνω intr., das Marschiren, der Zug, Her. 4, 1; τὴν ἔλασιν ποιεῖσϑαι, = ἐλαύνειν, 7, 37; bes. das Reiten, Reitermanöver, Xen. Hipparch. 8, 2; Reiterangriff, D. Hal. 6, 12; Plut. Sulla 19; – Aufzug, Xen. Cyr. 8, 3, 33 ff. – Nach Apoll. Lex. Hom. auch ἡ ἐκ χειρὸς τύψις, vgl. ἐλαύνω.
-
14 ελασις
- εως ἥ1) изгнание(τῶν ἐναγῶν Thuc.)
2) угон(τῶν βοσκημάτων Plut.)
3) езда верхом(ἐκπεπονημένος τῇ ἐλάσει Xen.)
4) поход(Δαρείου ἐπὴ Σκύθας Her.)
5) набег, рейд(ὅ κονιορτὸς τῇς ἐλάσεως Plut.)
6) шествие(βασιλέως Xen.)
-
15 ἐνάγω
II lead on, urge, persuade,ἐνῆγόν σφεας οἱ Χρησμοί Hdt.5.90
;ἐνῆγε τῇ συμβουλῇ κελεύων.. Id.3.1
, cf. 5.104, Th.4.21, etc.: mostly c. inf., μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (sc. Bacchus) Hdt.4.79;ἐνάγει προθυμίη τινὰ ἀποθνῄσκειν Id.5.49
;ἐνῆγέ σφεας ὥστε ποιέειν Id.4.145
;ἐ. τινὰ εἴς τι Plu.Brut.46
, etc.:—[voice] Med., App.Pun. 65.2 c. acc. rei, urge on, promote,τὸν πόλεμον Th.1.67
, cf.4.24;τὴν ἔξοδον Id.2.21
;τὴν στρατείαν Id.6.15
; περί τινος ib.61.III bring into court, accuse, κλοπῆς of theft, J.AJ2.6.7 ([voice] Pass.); ἐ. πρός τινας δίκην CPR232.24 (ii/iiiA. D.); ὁ ἐνάγων the prosecutor, Heph. Astr.3.34; ἐναγόμενος defendant, ibid., Cod.Just.4.21.16. -
16 ἔλασις
A driving away, banishing,τῶν ἐναγῶν Th.1.139
, Ph.1.140; ἔ. βοσκημάτων driving of them away as booty, Plu.Rom.7.2 (sc. στρατοῦ) march, expedition,ἐπὶ Σκύθας Hdt.4.1
, etc.;ἔλασιν ποιέεσθαι Id.7.37
; also, procession, X.Cyr.8.3.34; ἡ ἅλαδε ἔ. IG22.847.20.3 (sc. ἵιππου) riding, X.Eq.9.6, Eq.Mag.8.2, Aristaenet.1.8; charge of horse, D.H.6.12, Plu.Sull.19. -
17 ἔλασις
ἔλασις, ἡ, das Antreiben; der Pferde; Vertreiben, τῶν ἐναγῶν, Verbannung. Gew. wie ἐλαύνω intr., das Marschieren, der Zug; bes. das Reiten, Reitermanöver; Reiterangriff; Aufzug
См. также в других словарях:
ενάγων — ουσα, ον βλ. ενάγω … Dictionary of Greek
ἐναγῶν — ἐναγής under a curse masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάγων — ἐνάγω lead in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχειροτονία — Προδικαστική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα. Με την απόφαση αυτή γινόταν δεκτή η παραπομπή ενός πολίτη, κατηγορούμενου για αδίκημα κατά της πολιτείας, σε τακτικό δικαστήριο (Ηλιαίας ή Βουλής). Αδικήματα όπως ανατροπή του… … Dictionary of Greek
въводити — ВЪВО|ДИТИ (242), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Вводить, приводить внутрь чего л.: скотѩ въводѩ въ цр҃квь. аще клирикъ ѥсть да отъвьрженъ боудеть. (εἰσάγων) КЕ XII, 66а; и невол˫ащоу ѥмоу. иѡсифа ѡбьщьника. и въ цр҃къвь въводить ѥмоу же и бывъшоу. ЖФСт XII, 87… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подвигати — ПОДВИ|ГАТИ1 (9*), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. 1.Выступать, ополчаться на когол. Перен.: Како прочеѥ подвижете на мѧ ѡстраще||наго. и ˫азыки нудите. и буѥсловите. (κινεῖσϑε) ФСт XIV/XV, 54б–в. 2. Побуждать, склонять к чемул., к совершению чегол.: видѣньѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek